Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

με τι ασχολείται

  • 1 ασχολείται

    ἀσχολέω
    engage: pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ασχολείται

  • 2 ἀσχολεῖται

    ἀσχολέω
    engage: pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀσχολεῖται

  • 3 над

    над (надо) πάνω από' \надрекой πάνω από το ποτάμι·тысяча метров \над уровнем моря χίλια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας' \над чем он работает? με τι ασχολείται;
    * * *

    над реко́й — πάνω από το ποτάμι

    ты́сяча ме́тров над у́ровнем мо́ря — χίλια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας

    над чем он рабо́тает? — με τι ασχολείται

    Русско-греческий словарь > над

  • 4 финансист

    1. (специалист по ведению финансовых операций) о ειδικός στα θέματα χρηματοδότησης, ο οικονομικός παράγοντας, ο χρηματοδότης 2. (специалист по теории финансов) о καθηγητής-ειδικός στη διδασκαλία της θεωρίας της χρηματοδότησης, ο οικονομολόγος 3. (человек, ведущий крупные денежные операции) о χρηματοδότης, ο επιχειρηματίας/επαγγελ-ματίας που ασχολείται και πραγματοποιεί μεγάλες χρηματοδοτήσεις, ο οικονομικός παράγοντας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > финансист

  • 5 промышлять

    промышля||ть
    несов ἀσχολούμαι:
    он \промышлятьет рыболовством ἀσχολείται μέ τήν ἀλιεία.

    Русско-новогреческий словарь > промышлять

  • 6 селекционер

    селекционер
    м ἐπιστήμονας πού ἀσχολείται μέ τήν ἐπιλογή.

    Русско-новогреческий словарь > селекционер

  • 7 με

    I (тж. με) αντων. αιτιατ. от εγώ
    με2
    II ηρόθ. με αίτιατ.
    1) (при обознач, совместности, связи, совместного действия) с: ήρθε ο Μάης με τα λουλούδια пришёл май с цветами; ο πόλεμος με τούς γερμανοφασίστες война с немецкими фашистами; τάβαλα με όλους я поссорился со всеми; είμαι με το μέρος σου я на твоей стороне; με ποιόν μιλούσες; с кем ты разговаривал?; 2) (про, обознач, объекта действия, занятия, состояния или отношения): έχω μανία με το κυνήγι у меня страсть к охоте; ασχολείται με την κηπουρική он занимается садоводством; έτσι συνέβηκε και με μένα то же самое случилось и со мной; είμαι πολύ στενοχωρημένος με την αρρώστια τού παιδιού я очень озабочен болезнью ребёнка; 3) (при обознач, смежности, близости): χέρι με χέρι рука об руку; πρόσωπο με πρόσωπο лицом к лицу; μάχη στήθος με στήθος рукопашная (битва); καθόμαστε πόρτα με πόρτα мы живём дверь в дверь; φιλούμαστε στόμα με στόμα (или χείλη με χείλη) целоваться в уста; 4) (при обознач, времени, срока) с; με τον ήλιο с восходом солнца; με την αυγή с зарёй; την αυγή με τη δροσούλα по утренней росе; με το χάραμα с рассветом, на рассвете; με τα σταφύλια когда поспеет виноград; με τα πρωτοβρόχια с первыми дождями; με την επιστροφή μου после моего возвращения; ώρα με την ώρα с каждым часом, час от часу; μέρα με τη μέρα изо дня в день; с каждым днём; день ото дня; χρόνο με το χρόνο с каждым годом; из года в год, год от года; δέκα με δεκάμιση от десяти до половины одиннадцатого; τό πρωί οχτώ με δέκα утром от восьми до десяти; με τρία χρόνια по истечении трёх лет, через три года; 5) знач вопреки, несмотря на): μ' όλα ταύτα несмотря на всё это, при всём этом; μ' όλην την βροχή несмотря на дождь; 6) (при обознач, характера, образа действия) с; με τη βία силой; με τη βιάση в спешке; με την αράδα или με τη σειρά по очереди; με χίλια βάσανα с большим трудом; με δάκρυα στα μάτια со слезами на глазах; με γέλια со смехом, смеясь; με κλάματα с плачем, плача; με όρεξη с аппетитом; με την καρδιά μου с удовольствием, охотно; με χαρά с радостью; μ' όλη μου την καρδιά от всего сердца; γέλασα με όλη μου την καρδιά я посмеялся от души; με πρόσκληση по приглашению; με συνοδεία а) под аккомпанемент; б) под конвоем; καμωμένο με γούστο сделано со вкусом; με το κομμάτι а) поштучно; б) сдельно; πουλώ με έκπτωση продавать со скидкой; πουλώ με το μέτρο продавать на метрьг, πουλώ με κέρδος (με ζημία) продавить с выгодой (в убыток); με την πρόφαση под предлогом, под видом; με το στανιό а) вынужденно, по принуждению; б) с натяжкой, с трудом; με τον ιδρωτα μου βγάζω το ψωμί μου в поте лица добывать свой хлеб; καί μ'αύτόν τον τρόπο тем самым; του μίλησα με το καλό (με το άγριο) я с ним разговаривал вежливо (грубо); τον είδε με υποψία он с подозрением отнёсся к нему; 7) (при обознач, средства, орудия действия): γράφω με στυλό писать авторучкой; με τα μάτια μου или με τα ίδια μου τα μάτια своими собственными глазами; δεν καταφέρνεις τίποτα με τα κλάματα слезами ничего не добьёшься; τό λογάριασα με το μάτι я прикинул это на глаз; ήρθαμε με τα πόδια мы пришли пешком; έφυγε με το αεροπλάνο он улетел самолётом; με τί λεφτά ήρθες; на какие деньги ты приехал?; 8) (при обознач, материала, из которого сделан предмет): ψωμί με πατατάλευρο хлеб с картофельной мукой; σπίτι χτισμένο με τούβλα дом построен из кирпича; 9) (при обознач, цены, стоимости); τό αγόρασα με είκοσι δραχμές я купил это за двадцать драхм; 10) знач имеющий что-л., обладающий чём-л. или содержащий что-л.) с; άνθρωπος με μυαλό человек с умом; άνθρωπος με περιουσία состоятельный человек; έργο με αξιώσεις выдающееся произведение; νύφη με προίκα невеста с приданым; άνθρωπος με δέκα παιδιά человек, имеющий десять детей; σπίτι με τρία πατώματα дом в три этажа; βιβλίο με εικόνες книга с картинками; τετράδιο με χαράκια тетрадь в линеечку; καφέ με γάλα кофе с молоком; μποτίλια με λάδι бутылка с маслом; 11) (при обознач, предмета, который носят или надевают): τό κορίτσι με τα μαύρα девушка в чёрном; ένας κύριος με γυαλιά человек в очках; 12) (при обознач, обстоятемств, окружающей обстановки): με το φεγγάρι при луне; με τη λάμπα при лампе; με το κρύο в холод; ταξιδεύω με φουσκρθαλασσιά, με δυνατό άνεμο путешествовать в шторм, при сильном ветре; πηγαίνω με ούριο άνεμο идти по ветру (о судне); ξημερωθήκαμε με χιόνι когда мы проснулись, был снег; με τέτοιον καιρό κάθομαι σπίτι в такую погоду я сижу дома; 13) (при обознач, размера): ένας διάδρομος τρία με πέντε коридор размером три на пять; 14) (при обознач, условия, соглашения, договорённости): με το μεροκάματο подённо; με μισθό τρείς χιλιάδες с окладом в три тысячи драхм; με μεγάλο τόκο под большой процент; δανείζω χρήματα με δέκα τα εκατό давать взаймы деньги под десять процентов; νοικιάζω δωμάτια με το μήνα (με το χρόνο) сдавать комнаты помесячно (на год); 15) (при обознач, замены): αλλάζω λίρες με δραχμές менять фунты на драхмы; § με σκοπό с целью; με την ηλικία с возрастом; με τον καιρό или με χρόνους με καιρούς со временем; με την ώρα вовремя; με το καλό να πας (να γυρίσεις) счастливо доехать (вернуться); με τρόπο а) искусно, умело, ловко; б) осторожно, намёками; με λίγα λόγια а) одним словом; б) коротко, без лишних слов; με τί δικαίωμα; по какому праву?

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > με

  • 8 селекционер

    [σιλικτσιανιέρ] ουσ. α. επιστήμονας που ασχολεΐται με την επιλογή

    Русско-греческий новый словарь > селекционер

  • 9 селекционер

    [σιλικτσιανιέρ] ουσ α επιστήμονας που ασχολεΐται με την επιλογή

    Русско-эллинский словарь > селекционер

  • 10 разъяснение

    ουδ.
    διασάφηση, -φήνιση, διευκρίνιση, διαλεύκανση, ξεδιάλυμα, ξεκαθάρισμα• εξήγηση: официальное разъяснение επίσημη διευκρίνιση•

    комиссия занимается -ем этого дела η επιτροπή ασχολείται με τη διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης.

    Большой русско-греческий словарь > разъяснение

См. также в других словарях:

  • ἀσχολεῖται — ἀσχολέω engage pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… …   Dictionary of Greek

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… …   Dictionary of Greek

  • Ιερά Σύνοδος — Γενική ονομασία για τα κεντρικά διοικητικά σώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτά είναι: η Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Διαρκής Ι.Σ. και η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση. Η πρώτη αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) …   Dictionary of Greek

  • γεροντολογία — Κλάδος της επιστήμης που έχει σκοπό τη μελέτη της γεροντικής ηλικίας (δηλαδή ατόμων άνω των 65 ετών). Εκτός της φυσιολογίας, της παθολογίας και της υγιεινής του γήρατος που αποτελούν αντικείμενο της γηριατρικής (βλ. λ.), η γ. ασχολείται ιδιαίτερα …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»